μπαλέστρα

μπαλέστρα
(Balestra). Koρσικανός φιλέλληνας αγωνιστής του 1821. Βλ. λ. Βαλέστρας ή Βαλέστ.
* * *
η (Μ μπαλέστρα και παλέστρα)
πολεμικό μέσο το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη ρίψη βελών, πολιορκητική μηχανή, καταπέλτης
νεοελλ.
κοινή ονομασία ναυτικών γωνιομετρικών οργάνων κυρίως τού εξάντα («κατεβάζω τον Ήλιο με τη μπαλέστρα» — υπολογίζω το ύψος τού Ηλίου με τη χρήση εξάντα)
μσν.
1. είδος τόξου
2. βέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. balestra < λατ. ballista (< βαλλιστής* < βαλλίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαλεστράδα — και παλεστράδα, ἡ (Μ) βολή τόξου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. balestrada (βλ. λ. μπαλέστρα)] …   Dictionary of Greek

  • μπαλεστριά — μπαλεστριά, ἡ (Μ) [μπαλέστρα] βολή με τόξο …   Dictionary of Greek

  • Γκούστης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης. Καταγόταν από την Ήπειρο. Εγκατεστημένος στην Οδησσό, μυήθηκε εκεί στη Φιλική Εταιρεία. Έμπιστος του Αλέξανδρου Υψηλάντη πήγε στην Πελοπόννησο το 1820 με επιστολές προς τους πρόκριτους γιατην… …   Dictionary of Greek

  • Λόνγκι, Πιέτρο — (Pietro Falca detto Longhi, Βενετία 1702 – 1785). Ιταλός ζωγράφος. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Αντόνιο Μπαλέστρα, επιδόθηκε σε έργα μεγάλων διαστάσεων, όπως τα εικονοστάσια για την ενοριακή εκκλησία του Σαν Πελεγκρίνο (Μπέργκαμο) και του Σαν… …   Dictionary of Greek

  • εξάντας — ο γωνιομετρικό φορητό όργανο με κάτοπτρα, που το βαθμολογημένο κυκλικό χείλος του εκτείνεται σε 60° (δηλ. στο 1/6 της περιφέρειας του κύκλου), το οποίο χρησιμεύει στον προσδιορισμό του στίγματος (της θέσης του πλοίου ή του αεροσκάφους), που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”